Σαν Πυθία και σαν Ιέρεια, περιφέρομαι στα πλακόστρωτα σοκάκια της ζωής μου. Κρατάω στο χέρι ένα αέλιον φως πασχίζοντας να φωτίσω τον κόσμο. Σε δρόμους ψυχών και μονοπάτια συνειδήσεων γυρεύω ανθρώπους που χάθηκαν στις παραισθήσεις. Τους ξυπνάω και τους δείχνω τον δρόμο. Άλλοτε πάλι, συναντάω καρδιές που πονάνε και σταματάνε στα μισά. Τις σηκώνω και τις ποτίζω βάλσαμο και ελπίδα, τις πασπαλίζω με αστερόσκονη και τους φοράω ένα χαμόγελο για τον δρόμο. Απλώνω τα χέρια ψηλά στον Φαεσφόρο θεό και προσεύχομαι. Ικέτιδα γονατίζω μπροστά στον βωμό του. Θυσίες προσφέρω τα λάφυρα των πολέμων κι αυτός μου δίνει δύναμη να συνεχίζω.
Κάτι λάθη, μερικά σ’ αγαπώ, λίγες τύψεις, κάτι αιώνιες τρυφερές ανάσες, αυτά είναι τα λάφυρα των χαμένων μαχών των ανθρώπων. Είναι και μερικά διαμαντάκια, τα ξέθαψα από την ακρογιαλιά ένα πρωί που κατέβηκα να αγναντέψω το απέραντο, φουρτουνιασμένο άπειρο. Έτσι όπως το κοιτούσα, δάκρυα καυτά ένιωσα να κυλάνε στα πυρακτωμένα μάγουλα. Σαν λάβα από εσωτερικό ηφαίστειο που εξερράγην. Ήτανε οι εμπειρίες της ζωής, οι χαρακιές, τα λάθη, οι πίκρες, οι απογοητεύσεις κι εκείνες οι μαύρες προδοσίες, που περιφέρονταν τα βράδια ζητώντας εξιλέωση. Είχαν ανακατευθεί με της ψυχής μου το μετάξι κι είχαν μεταμορφωθεί σε πουλιά που κρύβονταν στα κάστρα.
Ξάπλωσα στην άμμο του καλοκαιριού και αγκάλιασα το κύμα. Μούσκεψε η ψυχή αλμύρα και ξεχύθηκε στο πέλαγος. Ταξίδεψε σε λευκά καραβάκια και έπαιξε με τα δελφίνια. Σε πειρατικά ήπιε ούζο με τους πειρατές και ανακάλυψε μαζί τους παλιά ναυάγια ονείρων και μυθικούς θησαυρούς σε υποθαλάσσιες σπηλιές. Εκείνη η αλμύρα του κύματος, βάλσαμο έσταξε στις ψυχές, σαν συγχωροχάρτι για όλες τις ζωές.
Συνωμότησε αργότερα με τους γλάρους. Μηνύματα να της στέλνουν πάντα στη στεριά. Πριν βγει στην ακρογιαλιά φώναξε τις μακρυμάλλες γοργόνες. Μυστικά κουβέντιασαν για τα αρχαία μυστήρια του σύμπαντος. Αγκαλιάστηκαν σαν παλιές φίλες και έσμιξαν τα πάθη των πνιγμένων θαλασσινών ελπίδων. Αυτές υπόσχεση έδωσαν, να κρύβουν τους χειμώνες μακριά. Κι όταν αυτή στεγνώνει, να κατεβαίνει στην ακρογιαλιά. Φυλαγμένο θα της έχουν ένα καράβι κι ένα μυστικό κόλπο. Λιμάνι θα ‘ναι στις φουρτούνες, να την κρύβει σε απανεμιά. Θα πλένει εκεί τις πίκρες και θα φορτώνεται διαμάντια και όμορφα χρυσαφικά.
Αυτά κουβάλησα κι εγώ σαν δώρο στον Φοίβο. Ανοίγοντας το παλαιό σεντούκι, μουσικές ουράνιες ξεπήδησαν στον ναό. Αγκάλιασαν τα μάρμαρα, ξεσήκωσαν τ’ αστέρια. Το αιώνιο φως κατέβασαν στην γη. Οι ναοί και οι πέτρες ζωντάνεψαν ξανά, μετά από αιώνες καρτερίας. Ξάπλωσα κι εγώ ανάμεσα τους και κοίταξα τον ουρανό, κρυμμένο μέσα στο ανέσπερο φως. Μηνύματα μου στέλνει με τ’ αστέρια, να ‘χω φυλακτό μου στον καιρό. Ναι, έτσι θα περιφέρομαι πάντα, εγώ, η ψυχή μου κι ο Θεός!
Αξιολογήσεις
Δεν υπάρχει καμία αξιολόγηση ακόμη.